ολισθοποιώ

ολισθοποιώ
ὀλισθοποιῶ, -έω (Α)
κάνω κάτι ολισθηρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλισθος + -ποιῶ (< -ποιός*)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • -ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… …   Dictionary of Greek

  • ԼՊՐԾԵՄ — (եցի.) NBH 1 0904 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 11c, 12c, 14c ն. ԼՊՐԾԵՄ ԼՊՐԾԻՄ. ὁλισθοποιῶ labare facio ὁλισθαίνω, ὁλισθέω labor, lapso, labefio. Սահեցուցանել, գայթեցուցանել. եւ Սահիլ, գայթել. սահեցնել, սկրդեցնել, սկրդիլ. ... *Ձէթ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”